ἤμορος

ἤμορος
ἤμορος
Grammatical information: adj.
Meaning: ἄμοιρος; from there ἠμορίς κενή, ἐστερημένη. Αἰσχύλος Νιόβῃ (Fr. 165); ἠμόριξεν ἄμοιρον ἐποίησεν H.
Origin: IE [Indo-European] [969] *smer- `remember, receive as share'
Etymology: IA from *ἄ-σμορος and identical with Hom. (Aeol.) ἄ-μμορος; s. μείρομαι (μόρος, μοῖρα) and κάμμορος. - Schwyzer 310; s. also Schulze Herm. 28, 25 (= Kl. Schr. 401).
Page in Frisk: 1,637

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ήμορος — ἤμορος, ον, θηλ. και ήμορίς (Α) αμέτοχος, άμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό, με ιων. μα , κρότητα + μόρος «τμήμα μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος άμοιρος, το θηλ. ημορίς κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • ἤμορος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημορίς — ἠμορίς, ίδος, ἡ (Α) [ήμορος] θηλ. τού ήμορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”